- φαιδρυντικός
- η , ό[ν]1) увеселительный; 3) забавный, смешной
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαιδρυντικός — ή, ό / φαιδρυντικός, ή, όν, ΝΑ [φαιδρυντής] αυτός που προκαλεί φαιδρότητα … Dictionary of Greek
φαιδρυντικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα. 2. ο ικανός να προξενεί φαιδρότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρυντικόν — φαιδρυντικός of masc acc sg φαιδρυντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυντικοί — φαιδρυντικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)